η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΧΕΡΙ

Παιδί  ακόμη η στιγμή, δεν ήξερε να παζαρεύει
την κοιτίδα των χαμογελαστών κυττάρων.
Ειδύλλια σκοτεινά παρεμηνεύουν τους κήπους,
αχόρταστα τα αμοιβόμενα κεφάλαια….
και τι περισεύει στο λειψό κρότο της ζωής;
Ποια η απάντηση..; Σε ποια εικόνα ζούμε; Ζούμε..;
Βλέπω να περνάν τα καλοκαίρια σαν τρένα,
στάθηκα στις γραμμές μικρός αντιήρωας να τα ξεπεζέψω,
να μείνουν μια στάλα στην ασήμαντη ενοχή μας
και μια διεργασία με τις μνήμες αιματηρή.
Οι λεπτομέρειες ηγούνται του όχλου των λέξεων.
Κατέβα κάτω να κλάψουμε σου λέω, χωρίς κλάμα
σβήνει η απεραντοσύνη.
Δεν θέλω να χορτάσω, να γευτώ θέλω, κι ας είναι ένα νήμα,
μια στιγμή κόλασης και παραδείσου μαζί..Μαζί σου!
Μη σωπαίνεις,άνοιξε τα πατζούρια να ξεσπάσει η ερημιά των δωματίων
Ξημερώνει, σβήνοντας τον τρόπο που πλαγιάσαμε ,
δεν θυμάται κανείς μας μια λεπτομέρεια που ν’ αλλάζει τις νύχτες,
όλες ίδιες κυλούσαν σαν τις γυναίκες που εκδίδουν τον εαυτό τους
στα τείχη των σπιτιών τους φτιάχνοντας ήλιους ν’ αποτάξουν τη σκιά.
Σαν τους άντρες π’ αντιστέκονται στο κλάμα,
 κρατώντας το για τη μεταθανάτια επική εποχή τους…
Ο άδειος κόσμος στην παρέλασή του, δεν είχε κεντημένα λουλούδια
σ’ ανέμελα μπλουζάκια, μα την τάση των νεύρων στον ίδιο σκοπό,
ανεξερεύνητη η όαση, δεν ποδοπατήθηκε ούτε από τουε επιζώντες,
το μακρύ χάσμα κοντά στο άγγιγμα των δαχτύλων
τροφοδότησε τις ανυποψίαστες φωνές.
Τα μάτια πενθούν τις περιπέτειες που δεν σώθηκαν,
τα μοναχικά βλέμματα των παραθύρων είναι οι εφιάλτες
που κερδίζουν την αξία της καθημερινότητας, σαν κάτι χαμόγελα
που λες θα πνιγείς από ευτυχία, κι ας ξέρεις πως δεν υπάρχει,
παίζουν και τους εραστές, προδομένοι από το ύφος το ναυαγισμένο, καλλιεργούν μυστικά για να σωπάσει η αλήθεια.
Δεν πρέπει να φαίνομαι, πρέπει..; Αόρατη ανυπακοή…
Σε σένα μιλώ αρετή, έχει κι άλλα χρώματα μη ξεμοναχιάζεις το κίτρινο…
Εμείς δεν είμαστε που φωνάζαμε σχεδόν δογματικά
ότι πρέπει να τσακίσουμε τους ψιθύρους;  Τώρα τους βλέπουμε
να κυβερνούν κι εμείς χωμένοι στην ιεροτελεστεία της σιωπής
γεννάμε, εφεβρίσκουμε τρόπους στο ύφος να χρηματίσουμε το εγώ μας.
Το  ‘’αξίζει;’’ Άρχισε να καρφώνεται σαν ερώτηση μέσα μας.
Η μοιρασιά διχάζει..πως να μοιράσω εσένα;
Κι εγώ χίλια κομμάτια για τα άυλα, απεγνωσμένα ψάχνω για τις γωνιές
που άφοβα κινούν της παρατηρήσεις της ευαισθησίας.
Μην ξεχνάμε τα τίποτα… τα ενοχοποιημένα φλάουτα,
τις θλιμμένες λύσεις που θα ψάξουμε, όταν, αν, εξέλθουμε
απ’ την ύπουλη γλυκύτητα κι από φανταχτερά ποιήματα.
Δως μου το χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης