η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Υπέροχοι Ηττημένοι... ή Οι αναπάντεχοι εμείς...

Παίζαμε κάπως επικίνδυνα...ρεφάροντας τη λαμπερή μας ήττα
Στο φως...που οι σκιές παραπονιόντουσαν πως δεν αντέχουν τόση ευτυχία
Και με που τόση αυταπάρνηση στεφάνωνε την μαυροφορεμένη έξαψή μας....

Στα λαγγεμένα πλήθη αναπαύονταν οι βραδινές μας επιδόσεις
Κι όλες οι εξισώσεις που  θεριέψανε την κοσμική μας πλάνη...
Και τα οράματα ενός νέου ανθρωπότυπου στη φαντασμαγορία των ειδώλων...
Που ως υπεράνθρωπος υψώθηκε χτίζοντας αχυρένιες μέρες..
Και ένα Εγώ, που δεν αντέχει δευτερόλεπτο...στις πιο βεγγαλικές ψυχές μας

Κι όλο μας λέρωναν...
Οι νίκες μας, οι αγώνες μας  κι ένδοξοι νεκροί μας
Οι παρελάσεις κι οι εξέδρες μας, οι βασιλείς και οι Ροβεσπιέροι
Οι μυρωμένες εξεγέρσεις μας, που πνίγανε τα πιο καλά παιδιά μας...

Γονατιστοί...και έρποντες για τους αγέρωχους μας πόθους!
Ασήκωτοι για το ανάλαφρο της ύπαρξής μας
Λίγοι για το πολύ μιας άλλης ένδοξης ευδαιμονίας...

Σακατεμένοι από στο  χρόνο που ευθύς γεννάται να συνθλίβεται...
Και από τη σάρκα που συμβαίνει έτσι αβίαστα με βία
Μ 'αοριστίες και με βήματα αργά και τεθλασμένα,

Υπέροχοι ηττημένοι...
μιας έναστρης καθαρότητας, που ξεκληρίζει  Αττικές μας ψευδαισθήσεις...

Εμείς τώρα του κόσμου οι αναπάντεχοι!
Κραδαίνοντας...
Συντρίβοντας...
Πλημμυρίζοντας...

Τον υπέροχο απαστράπτοντα μινιμαλισμό της Σύγχρονης Ιδέας...

Να χορεύουμε...στη λαμπερή περφόρμανς των ασάλευτων ειδώλων

Εκποίηση Εμπορεύματος

Τα άστρα καταναλώνουν ενέργεια
ας κλείνουμε τους διακόπτες που και που 
Το φεγγάρι είναι με πρόωρη σύνταξη
βγάζει δε βγάζει τον μήνα
Τα όνειρα έχουν πνευματικά δικαιώματα
θα μας κάνουν μήνυση κάποια στιγμή
Ο ήλιος κάηκε από την πολλή χρήση
Τα δάκρυα που τρέχουν ποτάμια
φούσκωσαν τον λογαριασμό
Η ελπίδα πεθαίνει τώρα τελευταία
Η ψυχή κουράστηκε να εκτίθεται 
θέλει ανάπαυση
Ο άνεμος παίρνει τα μυαλά μας διαρκώς
Η επανάληψη ως μήτηρ πάσης μαθήσεως 
μας έκανε στο τέλος παπαγάλους

ΧΕΡΙ

Παιδί  ακόμη η στιγμή, δεν ήξερε να παζαρεύει
την κοιτίδα των χαμογελαστών κυττάρων.
Ειδύλλια σκοτεινά παρεμηνεύουν τους κήπους,
αχόρταστα τα αμοιβόμενα κεφάλαια….
και τι περισεύει στο λειψό κρότο της ζωής;
Ποια η απάντηση..; Σε ποια εικόνα ζούμε; Ζούμε..;
Βλέπω να περνάν τα καλοκαίρια σαν τρένα,
στάθηκα στις γραμμές μικρός αντιήρωας να τα ξεπεζέψω,
να μείνουν μια στάλα στην ασήμαντη ενοχή μας
και μια διεργασία με τις μνήμες αιματηρή.
Οι λεπτομέρειες ηγούνται του όχλου των λέξεων.
Κατέβα κάτω να κλάψουμε σου λέω, χωρίς κλάμα
σβήνει η απεραντοσύνη.
Δεν θέλω να χορτάσω, να γευτώ θέλω, κι ας είναι ένα νήμα,
μια στιγμή κόλασης και παραδείσου μαζί..Μαζί σου!
Μη σωπαίνεις,άνοιξε τα πατζούρια να ξεσπάσει η ερημιά των δωματίων
Ξημερώνει, σβήνοντας τον τρόπο που πλαγιάσαμε ,
δεν θυμάται κανείς μας μια λεπτομέρεια που ν’ αλλάζει τις νύχτες,
όλες ίδιες κυλούσαν σαν τις γυναίκες που εκδίδουν τον εαυτό τους
στα τείχη των σπιτιών τους φτιάχνοντας ήλιους ν’ αποτάξουν τη σκιά.
Σαν τους άντρες π’ αντιστέκονται στο κλάμα,
 κρατώντας το για τη μεταθανάτια επική εποχή τους…
Ο άδειος κόσμος στην παρέλασή του, δεν είχε κεντημένα λουλούδια
σ’ ανέμελα μπλουζάκια, μα την τάση των νεύρων στον ίδιο σκοπό,
ανεξερεύνητη η όαση, δεν ποδοπατήθηκε ούτε από τουε επιζώντες,
το μακρύ χάσμα κοντά στο άγγιγμα των δαχτύλων
τροφοδότησε τις ανυποψίαστες φωνές.
Τα μάτια πενθούν τις περιπέτειες που δεν σώθηκαν,
τα μοναχικά βλέμματα των παραθύρων είναι οι εφιάλτες
που κερδίζουν την αξία της καθημερινότητας, σαν κάτι χαμόγελα
που λες θα πνιγείς από ευτυχία, κι ας ξέρεις πως δεν υπάρχει,
παίζουν και τους εραστές, προδομένοι από το ύφος το ναυαγισμένο, καλλιεργούν μυστικά για να σωπάσει η αλήθεια.
Δεν πρέπει να φαίνομαι, πρέπει..; Αόρατη ανυπακοή…
Σε σένα μιλώ αρετή, έχει κι άλλα χρώματα μη ξεμοναχιάζεις το κίτρινο…
Εμείς δεν είμαστε που φωνάζαμε σχεδόν δογματικά
ότι πρέπει να τσακίσουμε τους ψιθύρους;  Τώρα τους βλέπουμε
να κυβερνούν κι εμείς χωμένοι στην ιεροτελεστεία της σιωπής
γεννάμε, εφεβρίσκουμε τρόπους στο ύφος να χρηματίσουμε το εγώ μας.
Το  ‘’αξίζει;’’ Άρχισε να καρφώνεται σαν ερώτηση μέσα μας.
Η μοιρασιά διχάζει..πως να μοιράσω εσένα;
Κι εγώ χίλια κομμάτια για τα άυλα, απεγνωσμένα ψάχνω για τις γωνιές
που άφοβα κινούν της παρατηρήσεις της ευαισθησίας.
Μην ξεχνάμε τα τίποτα… τα ενοχοποιημένα φλάουτα,
τις θλιμμένες λύσεις που θα ψάξουμε, όταν, αν, εξέλθουμε
απ’ την ύπουλη γλυκύτητα κι από φανταχτερά ποιήματα.
Δως μου το χέρι.

Η ΜΑΝΑ ΝΥΧΤΑ

Πλησίασε να καταθέσει τον πενιχρό της οβολό
στα πέτρινα χέρια των αγνοούμενων.
Εν μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη και ξάγρυπνη.
Πλησίασε ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας την ανάσα στην προσμονή
της έκρηξης.
Πλησίασε κι έβαλε το λαιμό της
κάτω απ’ το λεπίδι των γνωστικών.
“Ας έρθουν τώρα'. Είπε.
“Ας έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των σακατεμένων απ’ αγάπη. Ας έρθουν'.
Απομακρύνθηκε. Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του κρανίου που σήμαινε:
Έτσι θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι, ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο προσωπικό μου κενό θ’ αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω,
Σαν κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.

(απ’ τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι», εκδ. Ελλέβορος)

ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΙ

Σε τούτους τους δρόμους σέρνεται η σιωπή.
Ένοχη και απολογητική.
Σε τούτες τις μέρες τρυπώνουν οι ψίθυροι.
Ασαφείς και  ανακριτικοί.
Και στριμώχτηκαν όλοι αυτοί, πανικόβλητοι συνοδοιπόροι
με μια  επιτηδευμένη έκπληξη και απορία
στα στενά του φόβου και τ’ ανοιχτά του θυμού,
να δηλώσουν συμμετοχή και ακολουθία.
Σε τούτους τους λόγους περισσεύει η υποκρισία.
Αξόδευτη και αναδρομική.
Σε τούτες τις γραφές στερεύουν οι ευθύνες.
Αλλότριες και ασπούδαστες.
Και συντάχθηκαν όλοι αυτοί, επιτήδειοι συλλειτουργοί
με πλήρη ομοφωνία και συναίσθηση αρραγή
στης ιστορίας το αύριο, στο χθες της δημιουργίας,
το χρέος να αναδείξουν ως συνείδηση και διδαχή.
Κι έγινε ο κομπασμός οιμωγή και βλασφημία,
η εγρήγορση μοναξιά και η αφοσίωση πλάνη.
Η περηφάνια στοίχειωσε σε σαρκασμό και ειρωνεία,
η φρόνηση υπέκυψε σε αναφορές και αιτίες
κι έμειναν όλοι αυτοί οι  αστόχαστοι χειροκροτητές,
απρόσωποι στασιαστές και ασύντακτοι φυγάδες,
ανιστόρητοι, χωρίς πνεύμα και δίχως προορισμό,
ναυάγια μιας πλαστογραφημένης και κίβδηλης εποχής.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης