η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Καιρός του σπείρειν …

Καιρός του σπείρειν˙
πικρός κι επώδυνος καιρός˙
γλυκαίνει
από την προσμονή
της άνθισης και της καρποφορίας,
που γίνεται υπόσχεση καλής συγκομιδής.

Καιρός του θερίζειν˙
ίσως και πιο κουραστικός
ίσως και πιο επώδυνος
(θέρος,  τρύγος πόλεμος)
μα είναι γλυκιά η οδύνη του˙
γλυκαίνει απ’ τους καρπούς.

Όμως … εάν,
ενώ  να σπείρεις πόνεσες,
δε βρίσκεις να θερίσεις
ο πόνος είν’ αφόρητος,
κατάθλιψη η οδύνη ˙

κι ακόμη πιο αφόρητος εάν,
μετά το θερισμό
κλέφτες, ληστές, κατακτητές
αρπάξουν τη σοδιά σου˙
τότε…

γεννιέται  έκρηξη.  

ΤΟΥ ΚΑΛΥΒΙΟΥ ΟΥΡΑΝΟΣ

Γερμένος
δίπλα πλαγιαστά
στο σάπιο το καλύβι
ο τσίγκος
όπου έπαιξε την πρώτη αρμονία
στέγης
που νεροκρόταγε
και του φτωχού τιμούσε
του έρωτα το παιχνίδισμα
τα δάκρυα του πόνου
και κράταγε
τη ζεστασιά απ’ της φωτιάς τη γλώσσα
στα δρόλαπα
και στου χιονιά τις άσπρες κρύες μέρες
κι ούτε αντηλιά είναι απάνω του
η φεγγαριού ανταύγεια
κι ούτε αχνόθαμπη λαμπή
από ’σπερνή ηλιαχτίδα
απόμειναν
στα μακρινά να βλέπει στρατοκόπος
μόνο ρυτίδες
που ’χουνε στα χρόνια καφετίσει
και σχηματίζουν ποταμούς κατεβασιές μεγάλες
του χρόνου τους μαιανδρισμούς
και των καιρών το κρίμα.
Κι αντέχει
ακόμα το καρφί στο πληγωμένο ξύλο
και τον κρατάει
μισό στη γης στον ουρανό τον άλλον
λες και σταυρώθηκε κι αυτός
με τους καιρούς αντάμα
και κει τον μαστιγώνουνε αέρηδες και κρύα
κι όλο βροντάει
στην ερημιά κανένας δεν ακούει
μόν’ τα πουλάκια της αυγής
και της νυχτιάς τα μόσκια
και τ’ άγρια απ’ τα ζαβά τα λόγγια από τα πέρα
και το αστρί
το έσπερο τον βλέπει και στενάζει.
Βραδιές βραδιές
ένα πικρό παράπονο τον πιάνει
σαν αντιφέγγει απάνω του μοναχική σελήνη
σε φθινοπώρου ήσυχες μικρές δροσοσταλίδες
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.

Σαν ουρανός
τ’ ανθρώπινο το σκέπασα και τώρα
γυμνό το σπίτι
σκέλεθρο το δώμα της αγάπης
σκόνη το σκέριο της κυράς
και του παιδιού η κούνια
και η φιλόσοφη σχολή των γενεών το τζάκι
που μάθαινε η μια γενιά την άλλη να διαβαίνει
τις σκύλες
και τις χάρυβδες
τη μάθαινε να κτίζει
Άγιες Σοφιές
τη μάθαινε να κτίζει Παρθενώνες
πώς να τιμά το γέροντα αγάπη πως να σέβει
της αγκαλιάς
και τ’ ουρανού τη γονική την τίμια
αδελφωσύνη βλάμικη
με το αίμα πως να πλέκει
κι όπως προχώραε η χειμωνιά
ως καίγονταν το ξύλο
τη μάθαινε Ανάσταση Λαμπρής να περιμένει.

Κι ό,τι καλό
ό,τι άξιο
το σκέπαζα να στρέξει
και να διαβεί με το καλό καλήν αγαθωσύνη
του χρόνου
γέφυρο στενό φτωχού το τεθλιμμένο.

Μ’ άλλα αγαπάει ο άνθρωπος
κι ανηφοριές δε θέλει
που οδηγάν σε φωτεινά τ’ απείρου μονοπάτια.
Μόν’ αγαπάει
κατηφοριές και του χαμού τις στράτες 
το επίγειο 
το πρόσκαιρο
και το άκαιρο το πνεύμα.

Κι όταν τελειώνει το πικρό το θλιβερό τραγούδι
μέσα στη νύχτα
χάνεται
μαζί με φεγγάρι
Και κάπου κάπου
μόνο ο αχός από τ’ αερομαστίγι
στου λάγκαδου τα ξωτικά θυμίζει τα τελώνια
και στου χωριού
τ’ αντίπερα σαβανωμένα σπίτια
με το σοβά της κλειδαριάς κι αυλή της αξενίας
πως μες τη σκότη ερημιά
κάτι
απομένει
ακόμα
πρωτού κι αυτό το καταπιεί η γης η καταλύτρα.

" Ουρανοστεγασμένος "

πώς καίγεται ο λευκός καπνός
που καίει τη ζωή
πώς μεσ' από το μαύρο φως
σηκώνεσαι ψυχή

Τι φταίει και τούτος ο ουρανός
που θέλει να πετάξει

σε βάθρο πάνω σιωπηλός
ο ηττημένος νικητής
τη μοίρα που αποδέχτηκε
ζητά να την αλλάξει

Αγαπημένη

Αρραγές το μέτωπο που προβάλεις περήφανα
εν μέσω εκλεκτής πλην αγνώμονος ομήγυρης
ανεπαίσθητα ρυτιδιάζει εύθραυστο μοιάζει
καθώς το στρώμα λείας επιδερμίδας λιώνει
αργά κάτω από ασφυκτική θέρμη πίεσης…

Οι κόκκινες γραμμές των εύγλωττων χειλιών σου
αργοσβήνουν οδηγώντας σε καίριες διορθώσεις
οριοθέτησης θελκτικού πειθήνιου χαμόγελου
ανάσα κοφτή λαχανιασμένη από σωρεία λόγου
εκφερόμενος  ματαίως λόγω χαρακτηριστικής
μακάριας υπνηλίας απ’ την οποία βιαίως
σε ξυπνάει αρχέγονο αίμα απρόσκοπτης ροής
ενεργοποιώντας πεισματική αγωνιστική ροπή
προς διασφάλιση ταυτότητας κοινώς αποδεκτής
κλυδωνιζόμενη από παραχάραξη υπογείως
κινούμενης απαγωγής δια της άτοπου επαγωγής
ελεγχόμενη η ευστάθεια θέσεων προθέσεων
ευελπιστείς σε αφύπνιση τοποθετημένης
σε άμεσο μέλλον που συνεχώς ακυρώνεται
από διάθεση εθιστικής βολής λοβοτομής…

Αγαπημένη μου κοιτιέσαι σε ασημοσκαλισμένο
κάτοπτρο αντικρίζοντας καλλίπυγον καλλονή
παρελθοντικής κοπής ενώ προκλητικά αδιαφορείς
για την κυτταρίτιδα που συσσωρεύει η τάση
πιθηκισμού αμφίβολων μοντέλων εισαγωγής.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης