η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Σελίδες



Κάνοντας περιπετειώδεις ονειρώξεις

πήρα πολλές σελίδες παράδοσης

πετώντας τις, στις 6 ή στις 2 γεύσεις,

μέσα στο σεμινάριο της ακαμψίας,

ποδοπάτησα μιά οχιά κραυγαλέα

και προσήλθα διευρυμένος

με τροποποιημένους στόχους.



Μια ανάμνηση από τρύπες

δημιούργημα  εκθεσιασμού

ασυγκράτητα και ασύγκριτα

γίνονται και θα γίνουν

στη τσέπη οι όψεις

των κτηρίων και των προσώπων

γιατί όλοι νοιάζονται.



Δύσμορφες χοντρές κωμωδίες

αποσιωπημένες τραγωδίες

παίρνοντας πίσω και αφήνοντας

ψεύτικους ενθουσιασμούς

σίγουρες επιλογές ατμόσφαιρας

ωμές διαπιστώσεις από ταλαντούχους ηλίθιους. 



Οι ρυθμιζόμενοι ήχοι επικοινωνώντας,

ενισχύουν μετωπικές διαπραγματεύσεις

σε πολυπόθητα στάδια εκκίνησης

αρμενίζοντας σε χαμένες επαναλήψεις

ψάχνοντας στα σκουπίδια λάμψεις,

ξεσκονίζοντας όνειρα και ελπίδες σβηστές.

ΣΤΟ ΠΟΡΤΕΤΟ ΜΟΥ ΜΙΛΩ

Ανάμεσα στο πρόσωπο μου
και στο πρόσωπό μου
ένα αδυσώπητο εγώ
παρεμβάλλεται

Ανάμεσα στο πρόσωπό μου
και στο πρόσωπό μου
μια τρυφερή μορφή παιδιού
διαγράφεται

Ανάμεσα στο παιδί
και στο εγώ
η μοίρα επιφυλάσσεται

ΓΡΑΒΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΙΔΟΥΣ


Άρχισα να ξηλώνω
τα ρούχα μου,
ώσπου έμεινα γυμνός
στη μέση του πουθενά
φωνάζοντας
σε μια γλώσσα άγνωστη
(έτσι κι αλλιώς
ποιος θα με καταλάβαινε;)
μα δεν με συνέλαβαν
για προσβολή δημοσίας αιδούς.
Για να σταματήσω τις φωνές
με κέρασαν αψέντι
και μ’ έντυσαν στην τρίχα,
όμως τα κορδόνια μου
δεν ταίριαζαν
με την γραβάτα τους.
Δεν άφησα ρέστα
για πουρμπουάρ.
Δεν σκόνταψα διαγωνίως.

ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ

Μόνοι κι ανήλιαγοι από το βλέμμα του θεού
και απροστάτευτοι πια από την ιερή του μέθη,
καταφύγαμε χωρίς θρήνους στη σιωπή και τις μνήμες,
για να μοιραζόμαστε στον ασάλευτό τους ίσκιο
της μοναξιάς την αθωότητα και το φέγγος
και ν’ ακούμε την ηχώ της κρυφής φυγής στο όνειρο.
Και πορευόμαστε με απουσίες και παραιτήσεις
πίσω απ’ τις αντηλιές του χρόνου,
αδέξιοι δραπέτες απ’ της ψυχής τα πάθη,
σ’ έναν μικρό και ασπούδαστο πηγαιμό,
χλωμοί οδοιπόροι στην ωριμότητα του φόβου,
της σύνεσης και του συμβιβασμού.
Μικρή πομπή ο κόσμος και η ζωή λιτανεία
για της ψυχής το άνθισμα, του νου το στρατοκόπι 
για τη σπονδή στον έρωτα, στην έκσταση και το θαύμα.
Χωρούσαν οι αλήθειες μας σε  μια ματιά 
κι ορίζαμε μ’ ένα  λόγο της ταύτισης το λευτέρωμα,
τ’ ανθρώπινο κι ανέσπερο, στη δοκιμή του αιώνιου.
Κι απόψε, ασυντρόφευτοι στασιαστές και συνοδοιπόροι ,
σ’ ένα συλλείτουργο ομολογιών και παρακλήσεων,
μνημονεύουμε σπαραγμούς και ολοκληρώσεις
και μικραίνουμε  την άβυσσο της  ανάγκης
για να μην έχουμε στη στέρηση ψευδαισθήσεις,
παρά φως και χρώματα από τόσες αναμνήσεις

Δεν υπήρξαμε ποτέ…

Δεν υπήρξαμε ποτέ…
Μόνο στον ήχο του ανέμου
που φιλάει το εκκρεμές…
Μόνο στον ορίζοντα
της θάλασσας, που γίναμε
κόκκινοι γίναμε μπλε…
γίναμε μωβ…
Μόνο εκεί που έφτανε
το απλωμένο χέρι σου…
Εκεί που έπιασες
τον Αύγουστο
και τον έκανες άγριο…
Μόνο όταν μου είπες,
σβήσε στο σκοτάδι…
σ’ αγαπώ…

Αρμονία.. 

Κλωσσούν οι ουρανοί το αύριο κι είναι των θεών οι ασπίδες γυαλισμένες..
Μα νά, κοιτάξτε κεί! στα δυτικά! οι μέλισσες στρατεύτηκαν.
Ένα σπουργίτι απόψε άρχισε αντίσταση, καιρός να πάμε κι άλλοι
 με το καυκάλι της χελώνας και βέργα λυγερή ας οπλιστούμε!
Ένα κλωνάρι κορμάκι λουλουδιού στα χείλη θα φυτρώσει..

Χτίζεις κάθε στιγμή το σπίτι της μεγάλης βροχής και ανάβεις το κερί του ταπεινού και κόβεις το ψωμί του τρομαγμένου μέρα τη μέρα..

Τραβάς το σχοινί της καμπάνας για να στείλεις τα περιστέρια πάνω απ΄τα σπιτια των ανθρώπων..

Αφήνεις τα παιδιά να σου περνούν λουλούδια στα χέρια..

Ετοίμασε τον ψαλμό της αδελφοσύνης να γαληνέψεις..
Η μάνα μας με την άσπρη της ποδιά κοιτάζει το ξύλινο εικονοστάσι της ικανοποιημένη και ανάβει το καντήλι των 
φάρων..


Είμαστε ένα παιδί.. 

ένα παιδί στη μέση της άνοιξης..

Τα βράδια οι άγγελοι γυρνούν ανάμεσα στα στάχυα 

και τις πορτοκαλιές με τους αρχαίους κίονες 
γδύνονται και γελώντας κολυμπούν στο ρυάκι..

ΔΥΣΑΓΩΓΟΣ ΛΑΟΣ

Οταν θα λουλουδίσουνε οι παλάμες σου

και θάχεις θάρρος

Οταν θα σπιθοβολείς γαλάζιο

και δεν θα καταπίνεις ερημιά

Θέλω να στέκεις σαν ιστός

Στη μέση του Στρατώνα.

Να σε κοιτούν οι αμνήμονες

Κι εγώ να καμαρώνω.

Μην ξεχαστείς.

Καιρός του σπείρειν …

Καιρός του σπείρειν˙
πικρός κι επώδυνος καιρός˙
γλυκαίνει
από την προσμονή
της άνθισης και της καρποφορίας,
που γίνεται υπόσχεση καλής συγκομιδής.

Καιρός του θερίζειν˙
ίσως και πιο κουραστικός
ίσως και πιο επώδυνος
(θέρος,  τρύγος πόλεμος)
μα είναι γλυκιά η οδύνη του˙
γλυκαίνει απ’ τους καρπούς.

Όμως … εάν,
ενώ  να σπείρεις πόνεσες,
δε βρίσκεις να θερίσεις
ο πόνος είν’ αφόρητος,
κατάθλιψη η οδύνη ˙

κι ακόμη πιο αφόρητος εάν,
μετά το θερισμό
κλέφτες, ληστές, κατακτητές
αρπάξουν τη σοδιά σου˙
τότε…

γεννιέται  έκρηξη.  

ΤΟΥ ΚΑΛΥΒΙΟΥ ΟΥΡΑΝΟΣ

Γερμένος
δίπλα πλαγιαστά
στο σάπιο το καλύβι
ο τσίγκος
όπου έπαιξε την πρώτη αρμονία
στέγης
που νεροκρόταγε
και του φτωχού τιμούσε
του έρωτα το παιχνίδισμα
τα δάκρυα του πόνου
και κράταγε
τη ζεστασιά απ’ της φωτιάς τη γλώσσα
στα δρόλαπα
και στου χιονιά τις άσπρες κρύες μέρες
κι ούτε αντηλιά είναι απάνω του
η φεγγαριού ανταύγεια
κι ούτε αχνόθαμπη λαμπή
από ’σπερνή ηλιαχτίδα
απόμειναν
στα μακρινά να βλέπει στρατοκόπος
μόνο ρυτίδες
που ’χουνε στα χρόνια καφετίσει
και σχηματίζουν ποταμούς κατεβασιές μεγάλες
του χρόνου τους μαιανδρισμούς
και των καιρών το κρίμα.
Κι αντέχει
ακόμα το καρφί στο πληγωμένο ξύλο
και τον κρατάει
μισό στη γης στον ουρανό τον άλλον
λες και σταυρώθηκε κι αυτός
με τους καιρούς αντάμα
και κει τον μαστιγώνουνε αέρηδες και κρύα
κι όλο βροντάει
στην ερημιά κανένας δεν ακούει
μόν’ τα πουλάκια της αυγής
και της νυχτιάς τα μόσκια
και τ’ άγρια απ’ τα ζαβά τα λόγγια από τα πέρα
και το αστρί
το έσπερο τον βλέπει και στενάζει.
Βραδιές βραδιές
ένα πικρό παράπονο τον πιάνει
σαν αντιφέγγει απάνω του μοναχική σελήνη
σε φθινοπώρου ήσυχες μικρές δροσοσταλίδες
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.

Σαν ουρανός
τ’ ανθρώπινο το σκέπασα και τώρα
γυμνό το σπίτι
σκέλεθρο το δώμα της αγάπης
σκόνη το σκέριο της κυράς
και του παιδιού η κούνια
και η φιλόσοφη σχολή των γενεών το τζάκι
που μάθαινε η μια γενιά την άλλη να διαβαίνει
τις σκύλες
και τις χάρυβδες
τη μάθαινε να κτίζει
Άγιες Σοφιές
τη μάθαινε να κτίζει Παρθενώνες
πώς να τιμά το γέροντα αγάπη πως να σέβει
της αγκαλιάς
και τ’ ουρανού τη γονική την τίμια
αδελφωσύνη βλάμικη
με το αίμα πως να πλέκει
κι όπως προχώραε η χειμωνιά
ως καίγονταν το ξύλο
τη μάθαινε Ανάσταση Λαμπρής να περιμένει.

Κι ό,τι καλό
ό,τι άξιο
το σκέπαζα να στρέξει
και να διαβεί με το καλό καλήν αγαθωσύνη
του χρόνου
γέφυρο στενό φτωχού το τεθλιμμένο.

Μ’ άλλα αγαπάει ο άνθρωπος
κι ανηφοριές δε θέλει
που οδηγάν σε φωτεινά τ’ απείρου μονοπάτια.
Μόν’ αγαπάει
κατηφοριές και του χαμού τις στράτες 
το επίγειο 
το πρόσκαιρο
και το άκαιρο το πνεύμα.

Κι όταν τελειώνει το πικρό το θλιβερό τραγούδι
μέσα στη νύχτα
χάνεται
μαζί με φεγγάρι
Και κάπου κάπου
μόνο ο αχός από τ’ αερομαστίγι
στου λάγκαδου τα ξωτικά θυμίζει τα τελώνια
και στου χωριού
τ’ αντίπερα σαβανωμένα σπίτια
με το σοβά της κλειδαριάς κι αυλή της αξενίας
πως μες τη σκότη ερημιά
κάτι
απομένει
ακόμα
πρωτού κι αυτό το καταπιεί η γης η καταλύτρα.

" Ουρανοστεγασμένος "

πώς καίγεται ο λευκός καπνός
που καίει τη ζωή
πώς μεσ' από το μαύρο φως
σηκώνεσαι ψυχή

Τι φταίει και τούτος ο ουρανός
που θέλει να πετάξει

σε βάθρο πάνω σιωπηλός
ο ηττημένος νικητής
τη μοίρα που αποδέχτηκε
ζητά να την αλλάξει

Αγαπημένη

Αρραγές το μέτωπο που προβάλεις περήφανα
εν μέσω εκλεκτής πλην αγνώμονος ομήγυρης
ανεπαίσθητα ρυτιδιάζει εύθραυστο μοιάζει
καθώς το στρώμα λείας επιδερμίδας λιώνει
αργά κάτω από ασφυκτική θέρμη πίεσης…

Οι κόκκινες γραμμές των εύγλωττων χειλιών σου
αργοσβήνουν οδηγώντας σε καίριες διορθώσεις
οριοθέτησης θελκτικού πειθήνιου χαμόγελου
ανάσα κοφτή λαχανιασμένη από σωρεία λόγου
εκφερόμενος  ματαίως λόγω χαρακτηριστικής
μακάριας υπνηλίας απ’ την οποία βιαίως
σε ξυπνάει αρχέγονο αίμα απρόσκοπτης ροής
ενεργοποιώντας πεισματική αγωνιστική ροπή
προς διασφάλιση ταυτότητας κοινώς αποδεκτής
κλυδωνιζόμενη από παραχάραξη υπογείως
κινούμενης απαγωγής δια της άτοπου επαγωγής
ελεγχόμενη η ευστάθεια θέσεων προθέσεων
ευελπιστείς σε αφύπνιση τοποθετημένης
σε άμεσο μέλλον που συνεχώς ακυρώνεται
από διάθεση εθιστικής βολής λοβοτομής…

Αγαπημένη μου κοιτιέσαι σε ασημοσκαλισμένο
κάτοπτρο αντικρίζοντας καλλίπυγον καλλονή
παρελθοντικής κοπής ενώ προκλητικά αδιαφορείς
για την κυτταρίτιδα που συσσωρεύει η τάση
πιθηκισμού αμφίβολων μοντέλων εισαγωγής.

ΕΚΠΟΙΗΣΗ

Εκκωφαντική ένταση
χωρίς προλόγους,
ευτελής ανομβρία
με προκάτ επιλόγους,
φλυαρία κινήσεων
που δεν αγγίζουν την αφή,
αστυφιλία λέξεων
που θρυμματίζουν το φιλί,
οίνος της ευής
σε εκποίηση
μέσω πιστωτικής
ημιτελών αισθήσεων
κι ανένταχτων στιγμών.

ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ

Η χει­ρα­γώ­γηση της μνήμης,κρυφή σπουδή της ιστο­ρίας,
–εμπέ­δωση της δεσποτείας-,
και οι αυθαι­ρε­σίες της λογι­κής,  μονα­ξιά της συνείδησης.

Η επα­νά­ληψη των και­ρών φυγή, επι­τη­δευ­μένη παρα­δοχή,
–αυθορ­μη­τι­σμός της παρουσίας-,
και δοκη­σί­σοφη σιωπή οι στο­χα­σμοί και οι αναλύσεις.

Ανο­χύ­ρωτη, χθε­σινή η εποχή, κοι­νω­νία των προ­σω­πείων,
–ευσχη­μο­σύνη της ιδεολογίας-,
παραλ­λα­γές στην ενοχή, αλλο­τριώ­σεις και αδιέξοδα.

Προ­σω­πεία  οι ευαι­σθη­σίες, η απειλή και οι ανη­συ­χίες,
–ανα­γκαιό­τητα της αλληγορίας-,
η επί­κληση ανα­γκών και ήθους, η προ­ο­πτική και το δίκιο.

Προ­σω­πεία  η συνοχή, η πειθώ και οι ρητο­ρείες,
–μακα­ριό­τητα της σοφιστείας-,
οι ταγοί με τα ορά­ματα κι η ομή­γυρη με την ευσπλαχνία.

Ασή­κωτη η αίρεση κι ασπού­δα­στες οι επι­νο­ή­σεις,
–ανε­κλά­λη­τες της σοφίας-,
τρό­πος ζωής ο μιμη­τι­σμός και η συνέ­πεια προσωπεία.

Το όνειρο

Βγήκε ο ήλιος πάλι,
πονάει το κεφάλι,
ξενύχτησα να κλαίω,
 δεν ντρέπομαι… το λέω.

Χαμογελά η μέρα,
ας είναι και Δευτέρα.
Πολύβουο μελίσσι,
αχολογά η ζήση.

Γεμάτο τα γραφείο
και το λεωφορείο,
άτομα σαν κι εμένα,
με μάτια απελπισμένα.

Καρδιές  σαν κουμπαράδες,
δεν βγαίνουν οι παράδες,
να πάρει χρώμα ρόδινο,
το  όνειρο το επώδυνο.

Πές μας

Ποια Χείρα μας τραβά αόρατη ποια Μοίρα
μας βλαστήμηξε, άγαρμπα τόσους αιώνες
και σέρνει μας' απ' τα μαλλιά ένοχους με μια τύχη
αρρωστημένη-ανόθευτη και στις ελπίδες ''Στείρα''.
***
Ποιο Αστέρι δειλά φεγγοβολά το βήμα
μιας Χώρας που αποδέχτηκε τη Δύναμή Σου Ω καις μας!
μες τα σκοτάδια, ατρόμαχτη πορεύεται μια Φάρα...
που άκρη ως άκρη φύτευσε το σπόρο σου, Χριστέ μας!
***
Ποια φλέβα δεν διεκδίκησε τούτον το εξαίσιο αίμα,
που μόνο Εσένα φλέρταρε με νικημένο βλέμμα
κοίτα πως αγωνίζεται μονάχο μα με Πίστη
να μην βοά θρηνητικά μετά το σκότος-..μνήμα!
***
Ποια λύση, το γόρδιο δεσμό της μοναξιάς μας
θα λύσει τα αδιέξοδα-μέσα στη ''θλίψη'' δές μας
ο αέρας χρόνια που φυσά, μας καίει δε δροσίζει.
***
Πές μας, αν έχουν τελικά ''Πατρίδα'' οι χαρές μας...!

Όρθιος

Πού βρίσκει κανείς μέσα του την δύναμη να ξυπνά
όταν νιώθει πως καθόλου δύναμη δεν έχει;
Πώς αντέχει κανείς να αναπνέει για να ζει
Όταν ξέρει πως η ζωή του, αληθινή ζωή δεν είναι;
Το ένστικτο επιβίωσης και η περηφάνια
(η φύση και η ψυχή)
τσακιστήκανε
κομματιαστήκανε και σερβίρονται σε δόσεις
αυστηρές και μετρημένες
μη και ξεφύγουν στο ελάχιστο.
Να αγωνιάς να επιβιώσεις ως αύριο
για να μπορέσεις να αγωνιάς ξανά.
Να'σαι περήφανος για ξένα στέμματα
μήπως και μια σταλιά φως πάνω στους αντανακλάσει
φωτίζοντας και σένα
-πρόσχαρες και δανεικές στιγμές μεγαλείου
μόνο έτσι φωτίζονται όσοι ζούνε στην σκιά ενός αφέντη.
Μα επιβίωση σημαίνει να κοιτάει κανείς ψηλά
και μόνο τα αδάμαστα θηρία το κάνουνε αυτό.
Σε όσα ζουν με αλυσίδες στο λαιμό
το βάρος τους κρατάει το κεφάλι και το βλέμμα χαμηλά
ώστε μόνο το δρόμο που βαδίζουν να κοιτάνε
-το που πάνε δεν μπορούν
μόνο τον δρόμο που ο αφέντης τους το βάζει να βαδίζουν.
Μηχανικά, χωρίς πυγμή
και ένας κόσμος τριγύρω τους χαμένος
σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Και έτσι σαν να έχεις ξεχάσει ότι ζεις
το πεζοδρόμιο που περπατάς βαδίζεις
γιατί τις πιο βαριές του κόσμου αλυσίδες
με το μυαλό και όχι στο λαιμό τις έχεις.
Μόνο το βράδυ ίσως
αν το μυαλό σου απ'τη σκουριά  σάπιο δεν έχει μείνει
στο πυρετό να ψήνεσαι μπορεί
από τα θραύσματα παλιών ονείρων
-όσων παλιών και αληθινών κάποτε μέσα σου είχες.
Στης συνείδησης τα βάθη καρφωμένα παραμένουν
και σαν ασθένεια στο σώμα ρίγη φέρνουν
- η πιο ζωντανή στιγμή μες τη ζωή σου.
Μα εσύ δεν μιλάς, φοβάσαι
αδύναμος νιώθεις.
Στα πόδια του κουρνιάζεις προστασία να βρεις
και το βλέμμα στο τοίχο καρφωμένο κρατάς
την πελώρια σκιά του με φόβο, σιωπηλά κοιτάζεις.
Και αν τα μάτια σε αφήσει να υψώσεις
το κάνει να δεις από πάνω σου πόσο τεράστιος φαντάζει.

Η σκιά όμως αυτή που σε τρομάζει
φαίνεται τόσο αληθινή μα δεν υπάρχει.
Ένα μικρό κερί αν φωτίσει θα την σβήσει.
Και σαν ένας άνεμος δυνατός φυσήξει
-«αόρατος», «ανύπαρκτος» μα τόσο αληθινός
Φωτιά στων γύρω σου τα κεριά μπορεί να μεταφέρει
και πυρκαγιά να ανάψει.
Αν τις σκιές λοιπόν δεν φοβηθείς
αν προστασία απ'τον αφέντη δεν ζητάς
φύγε από τα πόδια του και από μακριά θα δεις
πως τελικά τεράστιος δεν είναι.
Και αν στο τέλος στα δικά σου πόδια σταθείς
θα δεις
πως όλοι οι άνθρωποι στο ίδιο ύψος στέκονται. 

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης