η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ    

Θα σηκωθώ το πρωινό
δίχως αντίρρηση θα βάλω το σακάκι
στ’ αμάξι μπαίνω βιαστικός
πρέπει και σήμερα να σβήσω την ανάγκη.
Θα σηκωθώ και θα φτιαχτώ
με δίχως όρεξη θα φάω για ν’ αντέξω
και καλημέρα θα τους πω
το ρόλο τέλεια και σήμερα θα παίξω.
Θα σηκωθώ και προσοχή
στ’ αφεντικά μου με ευλάβεια θα δείξω
κι αν μέσα μου έχω άλλη ευχή
στης εργασίας τον απόηχο θα την πνίξω.

ΧΡΥΣΟΜΗΛΟ

24 παράξενες τσιγγάνικες φαμίλιες
θρηνούν
όταν γεννιέται ένα παιδί.

Γλεντοκοπούν επίσης
κάθε που 1ας δικός τους
φυτεύεται στη Γή.

Με τα ίδια έξαλλα ινδικά
παλαμάκια,
που ταξίδεψαν ως τη Σεβίλλη,
κατά τη Ρωμαϊκή κτήση της
Ιβηρικής Χερσονήσου,

Το Cante Jondo ανασυντίθεται
καθώς ο Lorca ισχυρίζεται
κι ο Γάλλος Goscinny δια χειρός
του επίσης Γάλλου Uderzo εικονογραφεί,

Ένα flamenco αρχαϊκό και πρώιμο,
βγαλμένο στα ίχνη της Zambra,
μιας δωρικής εμμηνόρροιας που πνίγει
το ζωώδη οίστρο της σε μια λακκούβα
από αίμα και χρόνο.

Αυτή η τρύπα βαθαίνει
βήμα – το – βήμα
περιστροφή – τη – στροφή,
καθώς μπήγει το πυρωμένο τακούνι
ή τη φτέρνα.

Στροβιλίζοντας ένα χορευτικό
γαμμάδιον˙
έξαλλο γλεντά το Ρατζαστάν,
καιόμενο κάτω απ’ την αναπάντεχη
ρόδα του ήλιου, κραυγάζει με μιαν
οιμωγή: “Jhankya Satiyaa, a Satiyaa! Jhankya Satiyaa, a Satiyaa!”

24 παράξενες τσιγγάνικες φαμίλιες
θρηνούν
όταν γεννιέται ένα παιδί.

Γλεντοκοπούν επίσης
κάθε που 1ας δικός τους
φυτεύεται στη Γή.

Υπάρχει μια χειρονομία βρώμικη,
ένα κατάπυγον που αργά υπογραμμίζει
μια γλώσσα που φτερουγίζει νομαδικά,
καθώς περιπαίζει τη μητρική μου.

Κάνοντας τον μέσο – δείκτη,
μπήγει βαθύτερα το νύχι,
ενώ Βησιγότθοι και γυφτοπούλες
παράδοξα εναγκαλίζονται πυρετωδώς,
και το βρώμικο νύχι σκάβει, σκάβει,
διανοίγει τον κρατήρα ως τον πάτο,
και τότε ο Χάρος ξυπνά, χασμουριέται κι
άχαρα προβάρει τη μαύρη κελεμπία με
τ’ ασημένια της κεντίδια από αραβικούς αριθμούς.

Το πρόσωπό του οστεώδες,
με τρύπια μάτια που δε λυπούνται

το χρυσό κοριτσίστικο δέρμα του
βερίκοκου, ούτε τα μάτια τα μελιά
και τα πράσινα,

Σκόνη γίνοντ’ όλα κάτω απ’ τις
ιαχές και τα παλαμάκια εντείνονται
εφιαλτικά, «Ά για για για για για για, γιατί με γέννησες μαμά;
Ά για για για για για για, σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά;»

24 παράξενες τσιγγάνικες φαμίλιες
θρηνούν

Γλεντοκοπούν επίσης
κάθε που 1ας δικός τους
φυτεύεται στη Γή.

Σκόνη οστών γίνονται, καπνός, αχλή
μετά το νταβραντισμένο μεθύσι,
κι έπειτα;
Σσσσσσσσσσσσσσσσσς…

Στην καρδούλα της Γής,
το κουκούτσι του χρυσόμηλου,
ξανά θα βλαστήσει.

Ποίηση

Το κυματάκι σιγαλό
όταν γλυκοφιλά την ήσυχη ακτή
και της φλοισβίζει στο αυτί
λόγια απαλά και τρυφερά
για να την ξεπλανέψει
και να εισχωρήσει μέσα της˙
και όταν πάλι ατίθασο
επάνω της ξεσπά τον άγριο θυμό του
κι αφρίζοντας βρυχώμενο
της ρίχνεται ακράτητο
και της ζητά να υποταχθεί
ή να μεριάσει να διαβεί
ωραία γράφει ποίηση
σαν του τυφλού του ποιητή
που ‘γραψε για του ήρωα
την ουλομένην μήνιν.

Ποίηση
και η γαλήνη της ψυχής
κι η ταραχή της

ποίηση.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Λάτρεψε τον βασανιστή της
Δεν αφέθηκε σε γλυκερές αγκαλιές
Πάντα έκλαιγε το βράδυ.
Ο βασανιστής της,
λάτρεψε αυτήν που τον βασάνιζε
άπλυτος πήγαινε μετά, 
σε πιο βρώμικες συνουσίες
εφιαλτικά τα όνειρά του.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης