η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Υποδεχτήκαμε το απροσδόκητο σιωπητήριο του φιλιού
με αϋπνία και τσακισμένα φτερά· μετά η καταιγίδα
φυτά που προδικάζουν μια καχεκτική ανάπτυξη
κρύο το δάπεδο, φωτιά η τελευταία απουσία σου
κι ένας επαρχιώτης στο πρακτορείο του ψύχους
κι οι λαοί βουλιάζουν μέσα στην τρύπια ειρήνη,
φήμες και σημάδια σεισμών, μάτια χωρίς τη θέα σου.
Πάλι μας πρόδωσες χωρίς να φταις· κανείς δε φταίει
κανείς δε ριζώνει σε μιαν ανεξάντλητη ευτυχία
κι εγώ μια ολόκληρη υπόσχεση για το σώμα σου.

Ένα χελιδόνι χτίζει τη φωλιά του στο σύμπαν
κοιτάζοντας την επιστροφή σου, το νερό έχει δροσιά
όταν ξεπλένει τύψεις· «σε θέλω» μου είπες
κι ύστερα δάκρυσες, σωριάζοντας τις συγγνώμες σου
στα παράθυρα τ' ουρανού, μέσα στα αστέρια.
Μικροί είμαστε· σε θέλω κι εγώ, ίσως απόψε
ίσως για πάντα, μη με γυρίζεις στα χθεσινά λάθη
ακούμπα σ' αυτό το σώμα που υπόσχεται…

Γιώργος Γκανέλης, '' Ο σκοπευτής της μνήμης '', εκδ. Στοχαστής, 2013

#1

Εχω μια απίθανη
ανησυχία
Ανικανοποίητο νομίζω λέγεται 
Δεν είμαι αχαριστη 
τον λατρεύω για κάθε αναπνοή που
παίρνω κοντά του 
για κάθε φορά που τα βλέμματα μας
συναντιούνται 
και εγω ανασηκωνομαι για να
ακουμπήσω τα χείλη του.
Τον αγαπώ όσο νιώθω ζωή μέσα μου,
τον θέλω πεισματικά 
τον διεκδικώ ακραία 
τον χρειάζομαι 
με μια ανάγκη παράλογη.
Το βλέμμα του τα ματια του οι
πλάτες τα χείλη και τα χέρια του
ειναι η κατεύθυνση να φτάνω
κοντά του
Η αίσθηση της ανάσας του και η
βαθιά φωνή του που αναγνωρίζω
τυφλά έρχονται να ξυπνήσουν τα
πιο αρχέγονα ένστικτα μου 
Τον ευχαριστώ τόσο βαθιά γιατι
μέχρι πριν τον λατρεψω νόμιζα
οτι ήξερα να αγαπάω
Τωρα ξερω οτι τον περιμένω χωρίς
να με νοιάζει ο χρόνος τον
ονειρευομαι γιατι αυτός μου
γέννησε αυτή την ανάγκη και το
βλέπω οτι κάθε φορά που
αντικρυζω την πλάτη του απλα
περιμένω μέχρι να γυρίσει πάλι
τα ματια του σε μένα 
αυτα τα ματια μαύρη θάλασσα.

Σπάζοντας την κλειδαριά στου μυαλού τη φυλακή (Μέρος Β')

I
Μικρά στενάχωρα κλουβιά
φοράμε σαν ξυπνάμε
κι αμήχανα κοιτάμε γύρω μας.

Ένα μικρό συρτάκι
από γυαλί φιμέ
πνίγει καλημέρες και μισόλογα.

Ύφος βλοσηρό και κουρασμένο,
μιας κι απέτυχε ξανά
κάθε προσπάθεια επαφής.
Αυτό μένει,
κι αντικρίζει ο διπλανός μας.

Κι όσο περνούν οι μέρες,
τη συνηθίζουμε τη μοναξιά,
και γίνεται ο φίλος
που δεν διαλέξαμε ποτέ.

Εμείς κι αυτός μονάχα,
στον κόσμο τούτο.
Κι οι άνθρωποι,
απλώς περνάνε δίπλα μας,
πνιγμένοι όπως εμείς
στης αποξένωσης τη θλίψη,
στου φόβου το δηλητήριο.

II
Φεύγει τρεχάτα ο καιρός
κι ακολουθούν από κοντά
σύνεση, λογική και ψυχραιμία.
Κι αφήνουν σύνεργα,
 θραύστη και  κόπτη,
στη θήκη τους δεμένα.

Και πώς να τρέξεις ύστερα,
ανάλαφρα κι ήρεμα,
και να μηνύσεις στους υπόλοιπους:
«Κοίταξε με,
τα κατάφερα,
και λεύτερος βαδίζω!
Μπορείς κι εσύ!
Θα βοηθήσω όπως μπορώ.»

Γιατί το δυσκολότερο
σαν είσαι φυλακή,
δεν είναι να βρεις
της διαφυγής τα εργαλεία,
μα πάνω σου να τα χεις
κι η χρήση τους να ξεχαστεί.

Τότε κι αυτά,
βαρίδια γίνονται
και σε τραβάνε πιο βαθειά
στον βούρκο,


Τρίτη

Μια μοίρα, δύο, τρεις…
Γυρίζω αργά και είσαι εκεί.
Ρίχνω δεύτερο βλέμμα,
κενό, ντουβάρια παγωμένα.
Μου λείπει η συντροφιά σου
κι η πάντα ανοιχτή αγκαλιά σου.
Μου λείπουν οι αναμνήσεις
που δεν πρόλαβες ν’ αφήσεις.
Δε θυμώνω μαζί σου,
δεν ήταν ηθελημένη η φυγή σου.
Και δε θέλω άλλο να λυπάμαι
και τη συνέχεια μου να φοβάμαι…
Σου γυρνάω πάλι πλάτη,
και με σκέψη όχι άλλη,
μα είσαι πίσω και πάω μπροστά,
ήσουν η αρχή για να πάω μακριά…

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ

Την Άνοιξη ανθοφορούν όλες οι αγάπες
Τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων
Μα ποιος και ποια την τύχη θα χει
Φθινόπωρο ν’ αγαπηθεί
Μέσα στο δάκρυ της βροχής
Και της γυμνής ελπίδας
Που δεν την κρύβουν
Οι απάτες των καιρών
Κάτω από φύλλα πράσινα
Και
Από θροές της συγκυρίας της ανάγκης
Τέτοια αγάπη
Αληθινή
Ζηλεύει η ψυχή μου
Πίσω από ένα νοτισμένο τζάμι
Κάπου
σε έναν έρημο από τυχοδιώκτες δρόμο
Τυλιγμένη σ’ ένα
Προσμονής γαληνεμένης σούρουπο
Με λίγη ομίχλη πάνω στα δημόσια φώτα
Κι αυτή
Σαν οπτασία
Από μέσα να προβάλλει

Στου Φθινοπώρου το ψυχόκαρδο ταξίδι.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης