η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Είν’ η ζωή πολύ μικρή…


Είν’ η ζωή πολύ μικρή
όπως το φως της μέρας
ανθίζει γλυκοχάραμα
χάνεται το εσπέρας.

Είν’ η ζωή τόσο μικρή
όπως στις πεταλούδες
φεύγουμε πριν καρπίσουνε
κάποιες ελπίδες φρούδες.

Μα εκείνες όμως γεύονται
το νέκταρ των ανθέων
ενώ εμείς απ’ την αρχή
ζούμε ζωή ‘‘Μοιραίων’’.

Με πόνο τρώμε το ψωμί ˙
με βάσανα λίγη χαρά
ψάχνουμε για να βρούμε,
λες και μας χτύπησε αρά.

Άραγε φταίει ο Θεός
που έτσι μας τα φέρει
ή κάποιοι διαβολάνθρωποι
μας βάζουνε στο χέρι,

κλέβοντας τον ιδρώτα μας
μαζί με τη ζωή μας
ρουφώντας και το αίμα μας
με την αναπνοή μας;

Ο “εν τούτω νίκα” βωμός


Από το βιβλίο: «Δίδυμοι Πύργοι – Ήμουν κι εγώ εκεί!»
Από το κεφάλαιο «Μύθοι»

(για τον Μύθο)

Ευτυχισμένοι που μας ευλόγησε δοξάζουμε την υπόστασή του
                                           λατρεύοντας τον απλόχερα
                       στα μεγαλοπρεποφανή του θυσιαστήρια
γλύφοντας κόκαλα και χορταίνοντας φαντασμαγορία
                            σε φωταγωγημένες τελετές
       Κραδαίνουμε τα ξίφη της αφοσιώσεως και του μένους μας
                                                                   του ακατεύθυντου
          ουρλιάζοντας ιαχές θαυμασμού
                   μεθυσμένοι από τη θελκτική οσμή ανθέων που αναδίδουν
                                         τα μυρωδάτα κόπρανα της εστίας
και γεμάτοι συγκίνηση
ανάμεσα στις φλόγες των πανηγυρισμών
θυσιαζόμαστε στον “Εν τούτω νίκα” βωμό…
Δε μας ζητείται καν.
                                               Δεν έχουμε δικαίωμα επιλογής.
              Η θυσία είναι αυτονόητη.

...το μόνο που θα μας ζητηθεί είναι να συντομεύουμε,
                     διότι έπονται οι θυσίες όσων αδημονούν λίγο πιο πίσω
              και των παραπλανημένων δικών μας
                                   που πρώτοι σπρώχνουν τον Πελία τους,
για να ικανοποιήσουν περήφανα το κάλεσμα
                                          του λαίμαργου τούτου βωμού
                                     που κατάπιε πλήθη πιστών,
             κοινωνίες ολόκληρες αδύναμες ν’ αποδεχτούν τις αλήθειές τους,
        χάνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξης τους και πότε-πότε
την ίδια τους την ύπαρξη…

ΣΙΜΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ


          Σας χαιρετώ, εσάς που εντός σας φέρετε
το Ήθος!
Θέλω οι άνανδρες οι Νύχτες ν’ ανάψουν τα φώτα τους,
ν’ ανοίξουν τα μάτια τους.
Θέλω η αιώνια η Σιωπή να μην κρύβει την ευθυμία της
τον θυμό της.
We’ve chosen accordingly so as to forget and forgive lest not forgiven.1

Θέλω το χαμηλόφωνο Ξημέρωμα ν’ ανοίξει δρόμο στον γυμνό
αιθέρα.
          Σας χαιρετώ, εσάς που εντός σας φέρετε                                                           
τις Στάχτες!

               Που είναι η Ελλάδα που καταστρέψαμε εις γνώσιν μας;
          Που είναι η άγνοια που μας έκανε συνένοχους στον θάνατο της σοφίας;
     Που είναι η ελευθερία που διαμόρφωσε ιδέες και πιστεύω;
Που είναι ο Χρόνος που σπαταλήθηκε περιμένοντας;

Στα στήθη των παιδιών μας, καρτερία και υπομονή τα όνειρα τ’ αξελόγιαστα,
τα χέρια του αγρότη
Τα άυπνα μάτια του Αυγερινού –
Της Αφροδίτης, τα χέρια του Αποσπερίτη – σταυρωμένα τρεις φορές
     καταμεσής στο τραγούδι του Έρωτα,                                                                     
στην Ηχώ των μελτεμιών.

Που είναι η Ελλάδα που πτωχεύσαμε εις γνώσιν μας
          πριν την Γέννηση της; 
Ω χέρια άπληστα κι απρόσιτα σας κατέχω, σας νοώ.
Τώρα στις ψυχές μας γειτονέψανε τα λάθη.
Η απερισκεψία!

Για τελευταία φορά θέλω στην μνήμη μας να μείνουν τα καμώματα
Των τραπεζών, των πολιτικών, των Ύστατων προσπαθειών ημών.
Για τελευταία φορά θέλω ο χρόνος δάκρυα απογόνων να γίνει    
στα πρόσωπά μας. __________________________________________________
1  Έχουμε επιλέξει αναλόγως έτσι ώστε να ξεχάσουμε και να συγχωρέσουμε
ακόμη κι αν δεν συγχωρεθούμε.
-41-

Ας βγουν οι λέξεις λυγαριές και τα μπουμπούκια κρήνες, που λέει κι ο ποιητής ν’ αποδεκατίσουν τ’ αποσιωπητικά που φωταγώγησα
στίχοι άηχοι φωνές υποδόριες
πόση υστεροφημία επένδυσες
στις εγγενείς τις αντιφάσεις;
 
-42-
Δεσμώτης στον ίλιγγο της σκιάς των λέξεων γυμνός από γραφή και έμπνευση

έμαθα να κρύβω ό,τι πιο πολύ ποθώ
ό,τι κρύβω όλη η αλήθεια-
μοναξιά παντάνασσα…
 
-43-
Η παρομοίωση πέτυχε επωδός μεταφορά –μια σειρήνα ζητάει τη φωνή μου. Οξύμωρο!

αλλά ο ασθενής στίχος δούρειος χρησμός
κάθε τρεις και τόσο μ’ άλλο στιχοπουκάμισο
υγρό πυρ μονόξυλο σιωπής ομολογώ κραδαίνοντας σφυγμούς μέσα συθέμελης ζωής…
 
-44-
Μ’ ένα ταξίδι στο βλέμμα να σχίζει το φόντο μαγνάδι του κοριτσιού από ένα άλλο στίχο πορφυρογέννητο

μήλον της έριδος η λέξη που δεν βρέθηκε ακόμα
να φυλακίζει μύχιες υποσχέσεις στο ποίημα-
λεοντή στην απαστράπτουσα περίοδο του ονείρου
 
-45-
Τι άλλο θα εισχωρήσει στο τουμπανισμένο ποίημα σαν υγρασία σιωπηλή και δόλια που καταβρόχθισε τη γονιμότητα του αναστεναγμού των φύλ(λ)ων;

ποια ανταύγεια θα ποτίσει μ’ όνειρα λέξεων
την ήβη που σκιρτά
αεί γηράσκουσα και νυν καιόμενη βάτος;

Η θηλιά


Καθώς έρπεις στου χρόνου τα όρια
δε σου μένει στιγμή να ρεμβάσεις
δε σου μένει στιγμή ν'αναλογιστείς
έχεις μάθει να ζεις με συμβάσεις

Τη θηλιά που σου πνίγει τα όνειρα
την τραβάς μα δε λέει να σπάσει
την τραβάς κι ύστερα τα παρατάς
πώς να σκέφτεσαι έχεις ξεχάσει

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης