η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Ο ΤΥΦΛΟΣ

Βολεύτηκε στην αρχή με το μπαστούνι.
Το κρατούσε μπροστά
αποφεύγοντας τα εμπόδια.
Κάποτε αποφάσισε την εγχείριση.
Βρίσκοντας το φως του,
έκανε το μπαστούνι ρόπαλο.

Οι επτά νάνοι

Μες τον ήλιο του χειμώνα
ανθισμένα κρίνα κι όλα
ανθισμένα τα ζουμπούλια
μιας φοράδας τα καπούλια.
Μες του συρταριού τα βάθη
πάνε κι έρχονται μονάχοι
τρώνε ζάχαρη κι αλάτι
περιμένουν τη χιονάτη.
Κι αν θ’ ανοίξει, ποιον θα βγάλει
ποιοι θα μείνουν, τι θα κάνει
ρούσα τα μαλλιά ή μύθος
του κλειστού κουτιού ο ήχος.
Μες του συρταριού τα χρόνια
θα ‘ρχονται τα χελιδόνια
κατσαρίδες και ζουζούνια
πώς γυαλίζουν τα πιρούνια.
  

Ουρανίωνες



 Με το κεφάλι σκυμμένο βαδίζουν
                                 στο ηλιοβασίλεμα
 ανεμίζοντας το σύνθημα
               «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία»
Οι χθεσινοί φίλοι γερτοί
                            βαδίζουν δίπλα δίπλα
πάντα φωνάζοντας όπως παλιά
                       «θάνατος στο φασισμό»

Με το δισάκι της μνήμης ζαλωμένοι
στην αιώρα του χρόνου να λικνίζεται
αφουγκράζονται 
                 την ηχώ των ονείρων τους
ακούνε τις ψυχές των αδικαίωτων
που πίσω απ’ τα κάγκελα
                                 πόθησαν ουρανό

Οι εποχές που εμπορεύονται
                                  τα όνειρα, ήρθαν
Όμως περνούν δίπλα τους
                       χωρίς να τους αγγίζουν
αφού ύαινες οι μνήμες τους
                         αλυχτάνε στο φεγγάρι

Θέλει σοφία να καταλάβεις
       πως τα όνειρα δεν εκποιούνται
πως τα όνειρα είναι
         πολύχρωμα λιβάδια
                  για να καλπάζει η σκέψη,
σε  πολιτείες ιδανικές κι ολόφωτες

Ας βουίζει το ανεκπλήρωτο
                             στους πόθους τους,
αυτό είναι που γονιμοποιεί
                                        τον ύπνο τους
και μοσχομυρίζουν τα όνειρά τους
ως την ανατολή
                νυχτολούλουδο και γιασεμί

Τα φώτα, αχ αυτά τα φώτα τα ατίθασα,
τα απόκληρα παιδιά του Ερέβους που δεν το βάζουν κάτω.
Αμ και τ' άλλα παιδιά, τα υπάκουα παιδιά
τ' αγαπημένα παιδιά του Ερέβους που δε λένε ποτέ όχι,
αυτά τα μαύρα παιδιά τα σκοτάδια
που αύριο το πρωί ίσως πάνε για 700 ευρώ
να καταταγούν στη διμοιρία...

ΧΑΡΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ



                                  Μπάτε  σκύλοι  αλέστε.
                                  Κι  άλλες  μπαρούφες  πέστε.
                                  Τώρα  ήρθε  η  εποχή
                                  να κάνουμε  χρυσή αρχή.

                                  Ελάτε  όλοι  να  φάμε.
                                  Τους  ξύπνιους  να  βαράμε.
                                  Στήσαμε  πολλές  φάκες.
                                  Επιάσαμε τους  βλάκες.

                                  Οι  ΄Ελληνες  είναι  τρελοί.
                                  Εμείς  το  παίζουμε  καλοί.
                                  Τους  δώσαμε αέρα.
                                  Δεν  θα  δούν  άσπρη μέρα.

                                  Μας  λένε  και  Ευχαριστώ.
                                  Δεν  θα  αφήσουμε  Χριστό.
                                  Τα  πάντα  θα  τους  πάρουμε.
                                 ΄Αγρια  θα  τους  γδάρουμε.

                                  Τους  δώσαμε  βοήθεια.
                                  Δεν  ξέρουν  την  αλήθεια.
                                  Πώς  την  πατήσανε  γερά
                                  μ’ αεριτζίδικο  παρά.

                                  Πηγαίνανε  φυρί φυρί.
                                  Θα  βγούνε  όλα  στο  σφυρί.
                                  Αντί να  έχουνε  πατρίδα
                                  θα  σέρνονται  με  αλυσίδα.

                                  Χωρίς  να  έχουνε  μυαλό,
                                  κατάστρεφαν  κάθε  καλό.
                                  Τώρα  έμειναν  στον  άσσο.
                                  Δεν  μπορούν να  πάνε  πάσο.

                                  Την  κλεψιά  είχαν  γιά  χόμπυ.
                                  Θα  δουλεύουνε  σαν  ζόμπυ.
                                  Σκλαβώσανε  τα  παιδιά  τους,
                                  πριν  να  βγούν  απ’ την  κοιλιά  τους.

                                 Tον  έξυπνο  τον  ΄Ελληνα
                                 τον  βράσαμε με  σέλινα.
                                 Του  μαζέψαμε  τα φράγκα 
                                 και  τον  εκάναμε  μάγκα.

                                 Εστείλαμε  τους  ρουφιάνους
                                 και  σας πιάσαμε σαν  χάνους.
                                 Τώρα  ΄Ελληνες  κορόϊδα
                                 θα  δουλεύετε  σαν  βόδια.

ΑΝΥΔΡΗ ΒΡΟΧΗ

Οι λέξεις που στόλισα το όνομά σου αιμοραγούν
Και θάμπωσε ο καθρέπτης και θάμπωσαν τα μάτια
Απ΄ το ζεστό το κόκκινο το αίμα θα ριγούν
Οι δρόμοι τα στενά τα φυτρωμένα μονοπάτια ..

Η αγάπη δεν άντεξε στον δεύτερο βοριά
Πάγωσε και θυμήθηκε τη μόνη τη βραδιά
Που οι κρυφές ματιές υπόσχεση έδωσαν ζωής
Το βλέμμα απ΄ το μπλε δάκρυσε , μη το πεις …

Τσιμέντο ρίξαμε στον ουρανό
Κοκάλωσαν τα αστέρια
Τσιμέντο και στον ήλιο το ζεστό
Ένα ηφαίστειο η καρδιά άδεια τα κρύα χέρια

Ούτε της βροχής το κλάμα
Ούτε του κεραυνού η φωτιά
Ζέστανε ξανά του νου το δράμα
Τα αστέρια πέσανε κι αυτά

Αντίο σε δρόμους λευκόστρωτους να βγεις
Αντίο τα διψασμένα χελιδόνια να ποτίσεις
Ήσουνα σταγόνα άνυδρης βροχής
Ήμουνα το ποτήρι που άδειο θα αφήσεις ….

Σκύλος που τον έλεγαν Μπλάκ

Ψέματα να πω
δεν μπορώ
και το σκαλί
της τέχνης μου
λειψό,
ασθμαίνοντας
κουτσαίνοντας
ωσάν σκυλί
μιας τέχνης άλλης
που αγαπώ,
αναπνοές,
και συνεχίζω
για να βγω
να βρω ξανά
τον ποταμό,
ανάποδα να πάω
στο νερό
να φτάσω στην πηγή
να ξαναπιώ,
ψέματα πια
να μην μπορώ
άλλα να πω.

Βαβέλ

Όνειρα κάναμε στο χείλος της αβύσου
πύλη μας φάνταζε τ' ουράνιου παραδείσου.
Τρέχαμε μ' άγρια χαρά μα και μεγάλη
να δούμε πού αυτός ο δρόμος θα μας βγάλει.

Και σαν εφτάσαμε στου δρόμου μας την άκρη
μας επερίμεναν το ψέμα και το δάκρυ.
Τότε μας έφυγε για πάντα η χαρά μας.
Καινούργιοι πύργοι της Βαβέλ τα όνειρά μας.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης