η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Νέα Παμπλόνα

Κουράστηκα

τον κόσμο ολάκερο

να προσπαθώ ν’αλλάξω

Με θλίβει η οργή μου

με τρομάζει ο κυνισμός τους,

διάχυτο

πέπλο ομίχλης

που καλύπτει κάθε ίχνος

από τα βήματά μας

Οι μαζικές επαναστάσεις έχουν πεθάνει.

Το φάντασμά τους,

άυλη οπτασία,

μας διαπερνά,

δίχως να μας αγγίζει.

Στο glocal βιοκλίμα

των καιρών

ήρθε η ώρα

να σπείρουμε

μικροεπαναστάσεις που

ευδοκιμούν σε μικροκλίματα

και θρέφουν

τον παγκόσμιο δημοκρατικό ιστό.

Ελπίδες

με ωδίνες τοκετού

γεννιούνται

μικρές σιωπηλές καθημερινές ανατροπές

βαστούν τσουγκράνες φτυάρια λουλούδια φυτά χώμα λιπάσματα

μολύβια

στυλό

πένες

χαρτιά

τεφτέρια

υπολογιστές

εφημερίδες

και μικρόφωνα

απαγγέλουνκαταγγέλουνδαχτυλοδείχνουντραγουδούνχορεύουνομιλούν γράφουνζωγραφίζουνσκιτσάρουνγελοιογραφούνδιαδηλώνουνπροετοιμά

ζουν

την επικείμενη καταδίκη εκείνων

τολμούν

να

ελπίζουν

στην κρεμάλα

όλων όσοι

νίπτουν τας χείρας τους

οι θρασύδειλοι

που απεκδύονται τον ζουρλομανδύα των ευθυνών τους

μία ημέρα

που δεν θ’ αργήσει να’ρθει

θα τον φορέσουν δια της βίας

στα κάτεργα

παρήλθαν οι καιροί

που τα κάγκελα της φυλακής

ήταν για τους λεβέντες και

τα ομορφόπαιδα

Τώρα θ’ανοίξουν για

τους βαθυνεόπλουτους

λωπο-θύτες

που γέννησαν

και έθρεψαν

με τήν χυδαία τεμπέλικη πολιτική τους

στρατιές

νεόπτωχων

απελπισμένων

σε λίγο θα παρελαύνουν

έξω από τις βίλες

τις πισίνες

και τα εξοχικά τους

Ζήσε σαν το σκυλί

και αυτοκτόνησε μ’αξιοπρέπεια !

Και αν σας αφήσαμε

καιρό πολύ

να καβαλάτε τα όνειρά μας,

σε μια νέα Παμπλόνα

θα εξαπολύσουμε

ταύρους αφηνιασμένους

τις ζωές μας.

Διχογνωμία

Κάποιοι έλεγαν ότι το παιχνίδι έχει πια τελειώσει
άλλοι φώναζαν ότι στημένο είναι
και μερικοί ότι παιχνίδι δεν υπάρχει.
Άκουγες να λέγεται ότι φταίμε όλοι μας,
πως μας αξίζουν όσα και να πάθουμε,
όμως επίσης ακουγόταν πως οι εχθροί μας
είναι άτιμοι και πανίσχυροι ραδιούργοι.
Πολλοί πίστευαν ότι η κατάσταση είναι
πέρα από κάθε φαντασία εξωφρενική
μα και αρκετοί πως δε συμβαίνει τίποτα σοβαρό,
τα ίδια, αυτά γίνονταν πάντα.
Κάποιοι θεωρούσαν την καταστροφή βέβαιη,
ενώ άλλοι ήταν σίγουροι ότι το καλό θα νικήσει.
Υπήρχε μεγάλη διχογνωμία.
Σε ένα μόνο συμφωνούσαν όλοι.
Να μην κάνουμε τίποτα.

Ύψους έγκατα

Οι άπειρες αποχρώσεις

της χαράς

και οι χίλιες εφτακόσιες ογδόντα

εννέα

της λύπης

δεν είναι τοις μετρητοίς

μόνο αβάπτιστης στιγμής

ανάσες λύκων

δεν υπακούει σε κανένα όνομα

κελεύσματα επανάληψης

φλεγματικά

καπρίτσια

προπατόρων

με λέξεις κρέμασαν

τον κόσμο ανάποδα

έζεψαν τη φιλοσοφία να εξηγεί

ο κόσμος ξεγλιστρά ευτυχώς

διαφεύγει εκεί

όπου πληρώνει η ποίηση

όταν

Ουράνια Χαρτούρα

με καπόνια

προσγειώνεται

επιμένοντας

πεισματικά

μόνο οι ρηχοί άνθρωποι

μπορούν να επαναλάβουν

ακριβώς ένα συναίσθημα

στη χώρα όπου όλα διαφέρουν

όλα

ΕΙΣΑΙ ΟΡΓΗ

Έρχομαι να σε βρω

στα λιγδιασμένα υπόγεια

σε γραμμένους τοίχους

με λέξεις που μυρίζουν

σαπισμένο αλκοόλ

στο στόμα του πρωινού ήλιου.

Σε βλέπω στις εικόνες

από το βιβλίο του χειμώνα

εκεί που μόνο η βροχή

άκουει την σιωπή των ματιών μου

διαθλασμένα έτσι που είναι σε pixel

«ρεπορτάζ από τα προάστια

μικρόφωνο κάμερα πάμε»

Σε νιώθω στα δάκτυλα μου

όταν σχηματίζουν γροθιά

τα λουλούδια της λαμπρής

κίτρινες φλέβες με πράσινους παλμούς.

Oχι ο βοριάς δεν σβήνει τις φωτιές

μήτε της άνοιξης τ’ αγέρι

στο κέντρο η φωτιά

στην εξέγερση των δρόμων του φωτός.


Παιχνίδια των καιρών (Homo oeconomicus)

Το χρήμα τον παίζει στα γόνατά του

παιδί βουβό

σβούρα

αλλοπρόσαλλη

γυνή

υστερικιά

στριφο

γυ

ρι……ζει ;

γραπώνεται πάνω του

με τα μυτερά της νύχια

κάθε τόσο βγαίνουν κραυγές πνιχτές

από τάθλια

πασαλειμένα

κόκκινα

χείλη της,

τ’ αλαφιασμένο βλέμμα των άπληστων ματιών της.

Ο homo oeconomicus

ερωτιάρης

νομάς

με την Louis Vuitton στόν ώμο,

φορτωμένος

αινίγματα

(δισεπίλυτα),

δια

λυμένες

ζωές,

σιωπηρά ουρλιαχτά

από

γνωσης,

αναζητεί την terre promise .

Σπαρταρά σαν ψάρι έξω από το νερό

της μάνας

γής

λυσσώδες κουνούπι

βουτάει

σε βρώμικα νερά από

ξε πλυμένο χρήμα

off …… shore

Απληστο παιδί

ζητάει συνεχώς ό,τι δεν έχει

ό,τι έχει

ό,τι αρπάξει

ό,τι θα ήθελε να έχει

δεν δίνει

τίποτα,

τού μάθανε μόνο να ζητάει

και να παίρνει.

Παιχνίδια αντοχής

σε οίκους ανοχής

για όποιον αντέχει

όποιον έχει

ό, τι δεν έχουνε οι άλλοι

οι πολλοί.

Σε αίμα…….επανα

στατικό

κυ

λά

ει,

με χάρη μπαλλαρίνας...

Είναι ο χορός του

ενίοτε

δύσκαμπτος,

σάν τα σκελετωμένα

αρθριτικά πόδια

ενός γέροντα

με ετοιμόρροπο βηματισμό,

που σκοντάφτουν

όπου βρούν.

Αλλες φορές

σε έκσταση

στρο

βι..………..α-στος

λι

δερβίσης

χάνεται πέρα... στο

κενό

θαρρεί ότι

όλος ο κόσμος του ανήκει!

Το ταξίδι όμως δεν τελειώνει εδώ

Απ’ όλες τις δημοκρατίες που εφηύρε

μία

μονάχη

μία

γεννήθηκε

έζησε

κι απέθανε

ίση με όλους

και με όλα

Και να! Τώρα στο νεκροκρέββατό του

έχει πέσει απόλυτη σιωπή

Η μοναξιά

του βαστά τό χέρι

πού βου

λια

ζει από το

βάρος

Του χαιδεύει το κορμί

πού κείτεται

σε πλήρη ακινησία

πάνω στο

ψυχοφθαρμένο κάλυμμα

της ζήσης

που δεν σκοντάφτει πια

στις λακούβες

της καρδιάς

Και ο νούς πια δεν σπαρταρά σαν ψάρι

μόνο

αργοπεθαίνει

σε διάυγεια πλήρη

Ο, τι έζησα, έζησα ! αναφωνεί.

Το κορμί αναρριγεί

Κι αν πνίγεται η φωνή

Κι αν αντηχεί σαν τον λυγμό του πεθαμένου

Κι αν χάνεται τώρα το θάρρος

Σημασία δεν έχει πια, καμιά

Ο τελικός προορισμός

είναι άπορος

ανένταχτος κομματικά

αδιάλλακτος

αμείλικτος και

τέλος…..πάντων

γυμνός.


ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΕΝΟΣ ΑΝΕΡΓΟΥ

Εχει πολύ υγρασία αυτό το μέρος
χειμώνα-καλοκαίρι οι τοίχοι μούσκεμα
τα ρούχα οι καρέκλες μούσκεμα
η πλατεία τα μαγαζιά τα φώτα
οι δρόμοι μούσκεμα
σαλιγκάρια σέρνονται στο νιπτήρα
σαλιγκάρια μπαίνουν το βράδι στα παπούτσια μας
δεν μπορούμε άλλο
τρίζουν οι αρθρώσεις μας
σκεβρώσαμε
στοίβα μαζευτήκαν τ’άπλυτα ρούχα
δουλιά δεν έχει δουλιά
τί θα γίνει
φεύγει η ζωή μας
κάτι πρέπει να σκαρφιστούμε
όχι λαχεία προπό κανα ιππόδρομο
όχι τέτοια
πρέπει να προλάβουμε
θέλει γερό ντού
θέλει ξεσηκωμό
αναποδογύρισμα το γραφείο και τις καρέκλες
στριγγλιές απο τις κότες
να τρέχουν
οι φλώροι με τα σώβρακα στη φλεγόμενη Πανεπιστημίου.

ΑΡΓΟΣ

Με λένε Αργο.

Είμαι σκύλος και βαρέθηκα να περιμένω.

Πιστός δεν είμαι,

απλά μαθημένος.

Γι’ αυτό πρόσεχε,

είμαι συνέχεια αγριεμένος.

Είμαι ο Άργος, ο μύθος σου.

Μη πιστεύεις τίποτα,

παριστάνω τον καλό και μην ακούς τι λένε

δεν περιμένω κανέναν,

ξεγελάω το χρόνο,

ώσπου να ψοφήσουν οι κρότωνες,

που φόρτωσαν στη γούνα μου,

τα υποκριτικά σας χάδια.

Δεν θα γεράσω ποτέ,

γιατί είμαι ο Άργος

κι αντίθετα απ’ όσα λένε δεν περιμένω κανέναν,

μυρίζω τα χνώτα σας

και ξέρω αμέσως,

ξενηστικωμένοι για εξουσία έρχεστε,

για να κουνήσω την ουρά μου,

να δώσω την ευχή μου.

Δεν θέλω, ηλίθιοι,

να μπω μες το παλάτι,

να το γκρεμίσω θέλω.

Μη μου πετάτε κόκκαλα,

να κυνηγήσω θέλω.

Εσάς, διμούτσουνα θηράματα,

με το πιστοποιητικό καθαρής ράτσας.

Ακούς μνηστήρα… Με λένε Αργο.

Είμαι σκύλος και βαρέθηκα να περιμένω.

Πιστός δεν είμαι, απλά μαθημένος.

Γι’ αυτό πρόσεχε, είμαι συνέχεια αγριεμένος.


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης